μισοκαῖσαρ

μισοκαῖσαρ
μῑσοκαῖσαρ , μισοκαῖσαρ
hating Caesar
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μισοκαίσαρ — μισοκαῑσαρ, αίσαρος, ό (Α) αυτός που μισεί τον Καίσαρα, ο εχθρός τού Καίσαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + Καῖσαρ (πρβλ. φιλο καῖσαρ)] …   Dictionary of Greek

  • μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”